- συνιστώμαι
- συνιστώμαι βλ. πίν. 61
(μόνο στον ενεστ.)
——————Σημειώσεις:συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ.Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο περιεχόμενο. (Με ειδικές έννοιες χρησιμοποιούνται οι ουσιαστικοποιημένες μτχ. η συνιστώσα και η συνισταμένη).Το δεύτερο ρ. (με παθ. φωνή συνιστώμαι) σημαίνει → συμβουλεύω, υποδεικνύω σε κάποιον κάτι ή υποδεικνύω κάποιον ως κατάλληλο και άξιο.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.